- διαδραματίζω
- διαδραματίζω, διαδραμάτισα βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διαδραματίζω — (Α διαδραματίζω) νεοελλ. 1. μετέχω σε κάποια δράση ως πρόσωπο δράματος 2. μετέχω σε δράση ή διαδικασίες, ασκώ επιρροή σε εξελίξεις 3. διαδραματίζομαι εξελίσσομαι, γίνομαι, συμβαίνω (κατά δραματικό τρόπο) αρχ. παριστάνω δράμα μέχρι τέλους … Dictionary of Greek
διαδραματίζω — διαδραμάτισα, διαδραματίστηκα 1. συμμετέχω ενεργά, παίζω κάποιο ρόλο σε κάποια υπόθεση: Η μαρτυρία του διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην απόφαση του δικαστηρίου. 2. το μέσ., διαδραματίζομαι εκτυλίσσομαι με τρόπο δραματικό: Οι σκηνές της ταινίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαδραματίσαι — διαδραματίζω finish acting a play aor inf act διαδραματίσαῑ , διαδραματίζω finish acting a play aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωταγωνιστώ — πρωταγωνιστῶ, έω, ΝΑ [πρωταγωνιστής] (για ηθοποιούς) είμαι πρωταγωνιστής, υποδύομαι το πρώτο, το κύριο πρόσωπο ενός έργου νεοελλ. μτφ. διαδραματίζω τον σημαντικότερο ρόλο, αναπτύσσω σημαντικότατη δράση σε μία υπόθεση, είμαι πρωτεργάτης,… … Dictionary of Greek
πρωτοβουλία — η, Ν 1. το να ενεργεί κανείς με δική του θέληση, απόφαση οφειλόμενη αποκλειστικά στην ελεύθερη κρίση και θέληση τού προσώπου που ενεργεί («ενήργησαν με δική τους πρωτοβουλία») 2. η αρχική έμπνευση και ενέργεια για την επιτέλεση ενός έργου («σ… … Dictionary of Greek
πρωτοστατώ — πρωτοστατῶ, έω, ΝΜΑ [πρωτοστάτης] νεοελλ. είμαι πρωτοστάτης, προΐσταμαι και διαδραματίζω πρωτεύοντα ρόλο στην επίτευξη ενός έργου, είμαι πρωτεργάτης («ο Γληνός πρωτοστάτησε στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση») αρχ. 1. στέκομαι πρώτος ή στέκομαι στην… … Dictionary of Greek